κλήσεων

κλήσεων
κλή̱σεω̆ν , κλῆσις
calling
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… …   Dictionary of Greek

  • κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

  • κουδούνι — το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον) κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • περιχωρώ — έω, ΝΜΑ [περίχωρος] θεολ. α) (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.) β) (για τη θεία και… …   Dictionary of Greek

  • Ευσέβιος — I (; – 309; μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (309;) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ελληνικής καταγωγής. Ο E., επειδή πολεμήθηκε από τον Ηράκλειο, ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο, εξορίστηκε από τον Μαξέντιο για να αποφύγει πιθανές ταραχές. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”